Της Λουΐζας Σκούρα
Αγρονόμου και Τοπογράφου Μηχανικού MSc
Μέλους Π.Γ. και ΚΕ του ΜέΡΑ25

Η πρόσφατη δήλωση του Πρωθυπουργού σχετικά με την πρόθεση της κυβέρνησης να θέσει στο τραπέζι της επόμενης συνταγματικής αναθεώρησης την άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, επανέφερε στο δημόσιο διάλογο ένα θέμα βαθιά πολιτικό, ιστορικό και θεσμικό. Πολλοί αναρωτιούνται: είναι αυτή η λύση για ένα πιο αποτελεσματικό Δημόσιο ή μια προσπάθεια αποπροσανατολισμού από τις πραγματικές παθογένειες της διοίκησης και τις κυβερνητικές ευθύνες;

Το ζήτημα δεν είναι απλό και απαιτεί προσεκτική θεώρηση. Η μονιμότητα στο Δημόσιο δεν καθιερώθηκε ως «προνόμιο» ή «προστατευτικό καθεστώς». Αντιθέτως, αποτέλεσε τομή για την εδραίωση της θεσμικής ανεξαρτησίας των δημοσίων υπαλλήλων. Όπως υπενθυμίζουν πολλοί, η συνταγματική κατοχύρωση της μονιμότητας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1911 αποσκοπούσε στη θωράκιση του κράτους από το κομματικό κράτος – τη διαχρονική πληγή του ελληνικού Δημοσίου.

Η κατάργηση της μονιμότητας, όπως προτείνεται, όχι μόνο δεν λύνει τα προβλήματα της διοίκησης, αλλά ανοίγει τον ασκό του Αιόλου. Η αντικατάσταση των μόνιμων, ανεξάρτητων υπαλλήλων από συμβασιούχους και μετακλητούς δημιουργεί τον κίνδυνο επιστροφής σε εποχές όπου η δημόσια διοίκηση λειτουργούσε ως λάφυρο κάθε εκλογικής νίκης – με απώτερο κόστος τη θεσμική ακεραιότητα, την ισότητα των πολιτών και τη διοικητική συνέχεια.

Ας είμαστε ειλικρινείς: Η αποτελεσματικότητα του Δημοσίου δεν εμποδίζεται από τη μονιμότητα. Αντιθέτως, παρεμποδίζεται από τη χρόνια αδυναμία της Πολιτείας να εφαρμόσει αξιοκρατικά συστήματα κρίσης στελεχών, να απλοποιήσει το νομικό πλαίσιο, να εξορθολογήσει τη λειτουργία των υπηρεσιών, να επενδύσει σε υποδομές, τεχνολογία και ανθρώπινο δυναμικό.

Αν η κυβέρνηση – ή όποιο κόμμα – ενδιαφέρεται πραγματικά για μια καλύτερη δημόσια διοίκηση, ας ξεκινήσει με τα αυτονόητα:
• Θεσμοθέτηση αντικειμενικών και τακτικών κρίσεων για τις θέσεις ευθύνης.
• Εξορθολογισμός και ψηφιοποίηση της νομοθεσίας.
• Κατάργηση των φωτογραφικών παραθυριών που επιτρέπουν επιλογές «ημετέρων».
• Περιορισμός της ανεξέλεγκτης δράσης μετακλητών και συμβούλων.
• Στελέχωση των δημόσιων υπηρεσιών με επαρκές και μόνιμο προσωπικό.
• Αναβάθμιση των αποδοχών και επαναφορά των δώρων, ώστε οι υπάλληλοι να εργάζονται με αξιοπρέπεια.

Και, βεβαίως, αν υπάρχει πραγματικό ενδιαφέρον για διαφάνεια και δικαιοσύνη, ήδη ισχύουν πειθαρχικοί μηχανισμοί για την αντιμετώπιση της διαφθοράς και το νομικό πλαίσιο να εκδιωχθούν οι επίορκοι δημόσιοι υπάλληλοι από το δημόσιο. Όποιος επιδιώκει την τιμωρία των επίορκων, έχει τα εργαλεία. Η κατάργηση της μονιμότητας δεν είναι λύση – είναι αποδυνάμωση.

Η Ελλάδα έχει ανάγκη από ένα Δημόσιο αποτελεσματικό, με κύρος και ανεξαρτησία. Ένα Δημόσιο θωρακισμένο απέναντι στις πολιτικές παρεμβάσεις, όχι υποταγμένο σ’ αυτές. Η μονιμότητα δεν είναι τροχοπέδη. Είναι θεμέλιο ενός κράτους δικαίου που λειτουργεί με συνέχεια, αξιοκρατία και λογοδοσία.

Οποιαδήποτε απόπειρα επιστροφής στις λογικές των «γαλάζιων και πράσινων παιδιών», αποτελεί βήμα προς τα πίσω. Αν κάτι πρέπει να αλλάξει, αυτό είναι η πελατειακή νοοτροπία – όχι η συνταγματική κατοχύρωση της υπηρεσιακής ανεξαρτησίας.
Η κοινωνία, οι εργαζόμενοι και οι θεσμοί καλούνται να πάρουν θέση.
Και η ιστορία – όπως πάντα – θα κρίνει τις επιλογές όλων μας.