Σήμερα το πρωί ξεκίνησε η κατεδάφιση και αυτό μέχρι το μεσημέρι αντιστέκονταν, λες και δεν ήθελε να εγκαταλείψει το πόστο του, το σημείο που ήταν σαν από πάντα.
Ακούγονταν από στόμα σε στόμα και πήγαινε από αυτί σε αυτί, η είδηση, “γκρεμίστηκε το περίπτερο του Λαγού” και ας έχει ο Κύριος Λαγός δεκαετίες που άφησε τα εγκόσμια και το περίπτερό του.
Είναι, ήταν για να ακριβολογώ, για όλους εμάς που μεγαλώσαμε σε αυτή την γειτονιά ένα τοπωνύμιο, που κουβαλάει αναμνήσεις, εικόνες.
Δηλαδή…
Το περίπτερο αυτό, δεν ήταν ένα απλό περίπτερο, για πολλούς ανθρώπους, αλλά τα όρια της γειτονιάς, το μέρος των ραντεβού, οι πρώτες τσίχλες, η εφημερίδα του πατέρα την Κυριακή, το πρώτο παγωτό το Καλοκαίρι, τα πρώτα τσιγάρα στην ζούλα…
Και για όλους αυτούς που δεν σημαίνει τίποτα, είναι γιατί οι ίδιοι δεν ήταν μέρος αυτού του κόσμου, του κέντρου της πόλης, του 2ου δημοτικού, του ρολογιού, του κάστρου…
Μιας εποχής και μιας γειτονιάς που τελειώνει…..
“Να μην γκρεμίζονταν;”, θα ρωτήσετε, “ένα μαγαζί ήταν κλάιν”, θα συνεχίσετε….
Ναι, θα μπορούσε να μην γκρεμιστεί, μιας και που κατασκευαστικά και μόνο, δεν ήταν ένα απλό περίπτερο, δεν ήταν ένα σαπισμένο ξύλινο περίπτερο, αλλά κτισμένο σωστά, με βάσεις, με τούβλα και να γίνει ας πούμε, ένα δημοτικό μαγαζάκι, με σουβενίρ, με είδη της πόλης….
Αλλά τι λέω τώρα κι εγώ ε; Τι ξέρω; Ποιος είμαι για να ξέρω, αυτά που ξέρουν οι υπεύθυνοι…
Δεν ξέρω, δεν μπορώ να έχω άποψη, αλλά μπορώ να αντισταθώ κι αυτό δεν μπορεί να μου το στερήσει κανένας, όπως και την καταγωγή μου. Ότι είμαι δηλαδή ένα παιδί, του Αγίου-Νικολάου, ένα παιδί που μεγάλωσε στις Ταμπακιάδες.
Γι’αυτό, έτσι για το γαμώτο, για την επανάσταση στο νέο, το άβολο, το άχρωμο, το άγευστο, πήγα στο ζαχαροπλαστείο του Χρηστάκη και μπήκα μέσα….
“Κορνέ έχετε;” ρώτησα και αφού με κοίταξε σαν εξωγήινο, μου έδειξε ένα ταψί γεμάτο…
“Πόσα θέλεις;”, με ρώτησε….. “Ένα” του λέω….. “Στο χέρι; Επιτόπου;” συνεχίζει με την κλασσική ατάκα του…..
“Ναι, στο χέρι επιτόπου, όπως το έτρωγα, όταν έπαιζα μπάλα με τους φίλους μου εδώ απέναντι και μετά ξεπλέναμε τα σιρόπια απο τα χέρια και τα χείλη και δροσίζαμε το στόμα μας, στις βρύσες, μέσα στο προαύλιο και κάτω απο το ρολόι”….
Με κοίταξε περίεργα… “Ποιος είσαι;” μου λέει…. Του απαντάω και αυτός κουνάει το κεφάλι πάνω κάτω…. “Μεγαλώσατε μωρέ! Που να σας γνωρίσω!”…
“Που να μας γνωρίσεις; Ναι, λογικό”, του λέω….
Γύρισα την πλάτη για να φύγω και πριν να βγω από την πόρτα, έριξα μια γερή δαγκωνιά, η μύτη μου πασαλείφθηκε με σαντιγί και ο χρόνος πάγωσε….
Σα να ξανάγινα πάλι, 10 χρονών…
(Γιάννης Σιδεράκης-ανάρτηση στο facebook)